κρατήσω

κρατήσω
κρατέω
to be strong
aor subj act 1st sg
κρατέω
to be strong
fut ind act 1st sg
κρατέω
to be strong
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διεκδικώ — (AM διεκδικῶ, έω) [εκδικώ] απαιτώ, εγείρω απαίτηση, συνήθως στα δικαστήρια, για όσα ισχυρίζομαι πως μού ανήκουν νεοελλ. 1. υπερασπίζω με αγώνες, αγωνίζομαι να κερδίσω ή να κρατήσω κάτι, διεκδικώ τα δικαιώματα μου, την ελευθερία μου κ.λπ. 2.… …   Dictionary of Greek

  • δύνομαι — και δίνουμαι (Μ δίνομαι και δίνουμαι) 1. δύναμαι* 2. (για βάρος) αντέχω, μπορώ να κρατήσω 3. είμαι σε θέση να πετύχω κάτι μσν. 1. έχω το δικαίωμα ή την εξουσία 2. προλαβαίνω 3. τολμώ 4. υποφέρω, υπομένω, ανέχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος… …   Dictionary of Greek

  • εύστομος — η, ο (ΑΜ εὔστομος, ον) ευφραδής, εύγλωττος αρχ. 1. (για ζώα και ιδιαίτερα για σκυλιά) αυτός που έχει ισχυρό στόμα («αἱ κύνες ἀπὸ τῶν προσώπων φαιδραὶ καὶ εὔστομοι», Ξεν.) 2. (για ποτήρια) με μεγάλο στόμιο 3. (για λιμάνι) αυτός που έχει μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… …   Dictionary of Greek

  • βλέφαρο — το το σκέπασμα του ματιού, το ματόφυλλο: Δεν μπορούσα να κρατήσω τα βλέφαρά μου ανοιχτά απότη νύστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”